Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξ ἀναγκαίου

См. также в других словарях:

  • ἀναγκαίου — ἀναγκαί̱ου , ἀναγκαῖον place of constraint neut gen sg ἀναγκαί̱ου , ἀναγκαῖος of masc/neut gen sg ἀναγκαί̱ου , ἀναγκαῖος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ноуждьныи — (39) пр. 1.Связанный с принуждением; вынужденный, невольный: тѣмь вѣрою въ блѹжении прѣгрѣшивъшиимъ. и нѹждьноѥ и болѣзньноѥ. прѣстѹплѥ||ниѥ. въ обращениѥ измѣрисѧ. (βεβιασμένη) Там же, 239–240. 2. Сильный: и морю ѿ вѣтръ нуж(д)ьныхъ възмущающусѧ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • λάμια — Πόλη (46.406 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Φθιώτιδος, έδρα του δήμου Λαμιέων. Χτισμένη σε δύο λόφους στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της οροσειράς Όθρυος, αποτελεί σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο και κέντρο όλων των δραστηριοτήτων της περιοχής. Η Λ.… …   Dictionary of Greek

  • λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… …   Dictionary of Greek

  • μέμψη — η (ΑM μέμψις) [μέμφομαι] 1. μομφή, επίπληξη («μέμψιν δικαίαν μέμφομαι», Αριστοφ.) 2. παράπονο νεοελλ. φρ. «μέμψη αστόργου δωρεάς» αγωγή για την ανατροπή τών τελευταίων δωρεών τού κληρονομουμένου όταν με την περιουσία που αφήνει δεν καλύπτεται η… …   Dictionary of Greek

  • μετήχηση — Ο όρος στην αρχιτεκτονική ακουστική αφορά το σύνολο των ανακλάσεων της ηχητικής ενέργειας στα τοιχώματα ενός χώρου, στο κεντρικό τμήμα του οποίου υπάρχει μια ηχητική πηγή. Ο χώρος θεωρείται ότι έχει περισσότερη ή λιγότερη μ., ανάλογα με την… …   Dictionary of Greek

  • νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»